Κοιμάτ’ η καπετάνισσα μέσ’ στον βαθύ τον ύπνο.
Για φέρτε μου μοσχοκάρυδα να την πετροβολήσω,
Μήπως την πάρ’ η μυρουδιά, ίσως και την ξυπνήσω.
± Σήκω, μώρ’ καπετάνισσα και μη
βαρυκυμάσαι,
Σήκω ν’ ανάψεις την φωτιά, ν’
ανάψεις το λυχνάρι,
Να ιδούμε τις λαβωματιές, που
μ’ έχουν λαβωμένο.
Ξύπνησ’ η καπετάνισσα και λέει του ανδρός της:
± Δεν στώπα, Φλώρο μ’, μια
φορά, δεν στώπα τρεις και πέντε
Καλάσουν στα ψηλά βουνά, στα κλέφτικα
λημέρια,
Τι χάλευες, τι γύρευες μέσ’ στου
Δαδιού τον κάμπο;
Στον κάμπο σκλάβοι κάθουνται, που
προσκυνάν τους
τους Τούρκους, και
στα βουνά οι αρματολοί , στον καθαρό αγέρα.
Μα εσύ δεν αφουγκράστηκες τα λόγια
της γυναίκας,
Καλάσουν, φλώρο μ’, στα βουνά, καλά
και τιμημένα,
Γιατί, Φλώρο μ’, παλάβωσες και πήρ’ ο
νούς σ’ αγέρα;
Κι’ ο Φλώρος της απάντησε, ο καπετάν Γιαννάκης
± Ο Ανδρούτσος μου παράγγειλε,
ο καπετάν Δυσσέας:
Νάρθης, Φλώρο μ’, να σμίξουμε
στη χιλιαδού, στο κάμπο,
Κι’ επήγα και πιαστήκαμε με
τους Τουρκαλβανίτες.
Μον’ φέρτε μου το λιόπανο να
δέσω τις πληγές μου,
Κι’ αν δώσ’ ο θεός κι’ η
Παναγιά και γιάνουν οι πληγές μου
Δεν αστοχώ την ορμηνιά, τα
λόγια της γυναίκας.
Πηγή: Βιβλίο Χρ. Ενισλείδη "ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ 1978"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου