Τρία πουλάκια κάθουνται στον Επαχτο
στην ράχη,
Τώνα τηράει τον Επαχτο, το άλλο την
Κραβάρα,
Το τρίτο το καλύτερο τηράει το
Λοιδορίκι.
Πάει μαντάτα και χαρτί σ’ ούλα τα
βιλαέτια.
- Διαβάτε
απ’ την Κουστάρικα στη μέση απ’ τη χώρα,
να πήτε της αγάπης μου, της
αγαπητικιάς μου,
να μην αλλάξη την λαμπρή, να μην
ασπροφορέση,
να μην τα βάλη τα φλουριά, να μην τα
καμαρώση,
να μην τα πλέξη τα μαλλιά, να μην τα
ρίξη πίσω,
και να μην έμπη στο χορό, γιατ’
είναι λυπημένη.
Ο Γιάννης εσκοτώθηκε, ο Γιάννης πάει
στον τόπο.
Πήραν του Βλάχου τ’ άρματα, του
Γιάννη το κεφάλι
Κι’ ο Ανδρούτσος εχουχούτιζε με το
σπαθί στο χέρι.
- Να
πήτε της μανούλας μου της παραπονεμένης
ποτέ να μη με καρτερή, να μη με
απαντέχει.
μα πήτε πως σκοτώθηκα, μη πήτε πως
εχάθκα.
να πήτε πως παντρεύτηκα στον έρημο
τον λόγγο.
Πήρα την πέτρα πεθερά, την μαύρη γης
γυναίκα,
Κι’ αυτά τα λιανολίθαρα τάκανα
συγγενάδια.
Πηγή: βιβλίο Χρ. Ενισλείδη "Η ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ"
ΑΘΗΝΑ 1978
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου